- διάξονος
- ος , ον двухосный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάξονος — ο 1. (για αμάξι) αυτός που έχει δύο άξονες 2. (για βαγόνι, άμαξα, κ.λπ.) τετράτροχος … Dictionary of Greek